-
1 βουλυτόν
βουλῡτόν, βουλυτόςtime for unyoking oxen (early afternoon: masc acc sg -
2 βουλυτονδε
-
3 βουλῡτός
βουλῡτόςGrammatical information: m.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,259-260Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουλῡτός
См. также в других словарях:
βουλυτόν — βουλῡτόν , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek